πίσσωμα

πίσσωμα
το, Ν
το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πίσσωμα — το, ατος βλ. πίσσωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέδρωση — η [κεδρώνω] η επάλειψη με κεδρία, το πίσσωμα, το κατράμωμα …   Dictionary of Greek

  • πίσσωση — η / πίσσωσις, εως, ΝΜΑ, αττ. τ. πίττωσις Α [πισσώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επίχριση με πίσσα, πίσσωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”